- χαλκόχρυσος
- -η, -ο / χαλκόχρυσος, -ον, ΝΜο κατασκευασμένος από επίχρυσο χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + χρυσός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
AES Corinthium — res plerisque valde novitia, nec a maxima Scriptorum parte origo eius longius arcessitur, quam ab excidio Corinthi urbis, quae a L. Mummio Achaico diruta est. Vide ibi. Plin. l. 34. c. 2. Ex illa vero antiqua gloria Corinthium maxime laudatur.… … Hofmann J. Lexicon universale
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek